Είχε προσπαθήσει να περάσει τους υπαλλήλους της ιδιωτικής ασφάλειας στην είσοδο χωρίς να τους δώσει σημασία. Εκείνοι τον σταμάτησαν και ζήτησαν να δουν τα χαρτιά του. Πονηρός ο βλάχος. Είχε κρατήσει την κάρτα εισόδου από το προηγούμενο κτίριο. Πριν την απόλυση. Πιο πονηροί οι πιο βλάχοι. Του είπαν πως η κάρτα εισόδου ήταν παλιά και δεν ίσχυε.
Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να τους ξεφύγει. Έπρεπε να ανέβει στον όροφό του. Το ναρκωτικό της κοινωνικής προσφοράς του έκαιγε τα σωθικά. Έπρεπε οπωσδήποτε να ανέβει στον όροφό του. Να κάτσει στο γραφείο του. Και να νιώσει ισότιμο, πολύτιμο, εργαζόμενο γρανάζι της κοινωνίας που τον συντηρούσε… (λέμε και καμιά μλκ να περνάει η ώρα)
Το τηλέφωνο της εισόδου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Σαν προϊστάμενος που προσπαθούσε να καλύψει μια γκάφα του από τους υφιστάμενούς του. Ο υπάλληλος που το απάντησε έγινε άσπρος σαν το πανί. Σαν τον υφιστάμενο που τόλμησε να επισημάνει τη γκάφα του προϊσταμένου του.
– Γρήγορα στο γραφείο του Φαρσί!
Έφυγαν και οι δύο ασφαλίτες τρέχοντας στις σκάλες. Σα να έπρεπε να προλάβουν να σκάψουν τις ψηφιακές τους φάρμες. Οι αγρότες του φατσοβιβλίου.
Κάπου από τους πάνω ορόφους ακουγόταν ένα ευαγγέλιο που κάποιος έψελνε. Ένα τζάμι έσπασε. Ένα πτώμα έσκασε στο πλακόστρωτο μπροστά στην κεντρική είσοδο του κτιρίου. Ήταν ένας κοντός κουστουμαρισμένος ημικαραφλός ημιγυαλάκιας. Από το λαιμό του κρεμόταν η πορτοκαλί κορδέλα που κρατούσε την κάρτα εισόδου στο κτίριο. Ο Παρανοϊκός χαμογέλασε. Ήταν ο τύπος που έτρωγε τα μπισκότα του δικού του κοντού.
Η διάθεσή του χάλασε. Έπρεπε δηλαδή τώρα να θυμηθεί τον κοντό; Ή να δει αυτόν τον κοντοπούτανο με τα ξένα μπισκότα; Ο Ναυπακτιώτης. Ή όπως τον έλεγαν. Από το όμορφο νησί της Ναυπάκτου.
Αλήθεια πως είχε βρεθεί εκεί χυμένος στο πλακόστρωτο; Ο Παρανοϊκός κοίταξε προς τα πάνω. Ήταν ένας τύπος με μια βίβλο στο ένα χέρι και ένα κομποσκοίνι στο άλλο που κραύγαζε το απολυτίκιο της παρθένου. Το μέλλον του κάθε προγραμματιστή: Παράνοια.
Ο Βιβλοκράτωρας κεραυνοβόλησε τον Παρανοϊκό με τα μάτια. Οι ασφαλίτες προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Εκείνος πήρε φόρα και στο όνομα του Θεού του πήδηξε προς το μέρος του Παρανοϊκού, θρυμματίζοντας τα γόνατά του στην προσγείωση. Το τέλος του κάθε χριστιανού: Απογοήτευση.
Ο Παρανοϊκός ανέβηκε τη σκάλα προς τον όροφό του. Στο δρόμο τον χαιρετούσαν όλοι σαν τον ήρωα της επανάστασης. Η επανάσταση του εργαζόμενου: «Θα πάω στις 9.30 σήμερα στη δουλειά να δουν αυτοί!». Το μισάωρο της δικαιολογημένης καθυστέρησης, η επιτομή της εργατικής επανάστασης.
Κάποιοι τον χαιρέτησαν δια χειραψίας. Κάποιοι έπεσαν στα γόνατα μπροστά του. Κάποιοι λιποθύμησαν από τη συγκίνηση. Η Δευτέρα Παρουσία ήταν πλέον γεγονός! Μπορεί να μην είχε αναστηθεί ο λιγδιάρης με τα σανδάλια και τα άπλυτα μαλλιά -παρότι του τα πιτσίλησε άπαξ ο Τζώνη το Μπρατσόνι , αλλά και τι να σου κάνει και ένα ποτάμι που το έχουν κατουρήσει εφτά χιλιάδες μελλοντικά βιλανόβα- αλλά όλοι κραύγαζαν για την επιστροφή του ασώτου.
Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μπορεί να μην είχαν μιλήσει για πολλούς μήνες, για πάνω από χρόνο ίσως, αλλά δάκρυα πλημμύρησαν τα μάτια του Παρανοϊκού όταν ο Αναιδής τον πλησίασε με ένα γυάλινο ορθογώνιο κουτί. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα κόκκινο μεταξωτό μαξιλάρι και τοποθετημένο πάνω στο μαξιλάρι, αναπαυόταν ένα απαστράπτων Torx!
Ήταν τόσο όμορφο. Τόσο γυαλισμένο. Τόσο καθάριο. Σα μοναδική αλήθεια σε αυτή τη μολυσμένη τσιμεντούπολη!
Πίσω του, ως δια μαγείας, εμφανίστηκε το κουαρτέτο με τα Ζορμπρέϊρος!
– Ζούγκλα από μπετόοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο!!! Ζούγκλα από μπετό !!!
Μεμιάς ήξερε τι έπρεπε να πράξει. Η προφητεία έπρεπε να ολοκληρωθεί. Αυτό που του έκαιγε τα σωθικά δεν ήταν η ανάγκη προσφοράς. Ούτε η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων. Πόσο δε μάλιστα ο καθαρό εγχώριο προϊόν και ο ψευδός καθηγητής πολιτικής οικονομίας του πρώτου λυκείου Βριλησσίων. Για το τρίτο μέρος των βιβλίων της κυριακάτικης εφημερίδας που από κόκκινα μας τα έκανε μπλε ούτε κουβέντα. Μαρξ Βέμπερ σε λέω και τα μυαλά στα κάγκελα.
Αυτό που του έκαιγε το «είναι» ήταν η ανάγκη εκδίκησης.
Ο κοντός, η χορεύτρια και το εξώγαμο!
Θα μπορούσε να είναι δημιούργημα του Μερακλή DVD-άδη αλλά τα γεγονότα τον πρόλαβαν. Δεν έχει σημασία. Αυτός θα γυρίσει ακόμα μια μαλακία με γείτονες σε μια πολυκατοικία και τα ζώα που δε βελάζουν θα κάθονται με ανοιχτό το στόμα χωρίς να μασάνε σανό να παρακολουθούν κάθε απόγευμα ένα κανάλι που έχει έρθει η εποχή που οι διαφημίσεις του ενεργοποιούν τους εγκεφάλους που έχει κάψει η κανονική ροή του προγράμματος του.
Έσφιξε σφιχτά το Torx στη σφιχτή του γροθιά (αμέ). Ο Αναιδής έκλεισε το γυάλινο καπάκι και χαμογέλασε. Μπορεί να τον είχε πικράνει πολλάκις φέτος ο πρωταθλητής Ευρώπης αλλά επιτέλους θα γευόταν την ικανοποίηση του σπαραγμού, του πόνου και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θα απομακρυνόταν επιτέλους η υπερμεγέθης μπαλονόφουσκα που σα χλαπάτσα απλωνόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ένιωθε ήδη τις κραυγές χαράς και επευφημίες από τα Βοκτάς, όπου τα χαρμόσυνα νέα τα είχε φέρει το γρηγορότερο κοτόπουλο της περιοχής. Επιτέλους κάποιος θα σκότωνε τη Σκοτεινή που τρώει μπέργκερ με τέσσερα κοτόπουλα. Οι κότες του Βοκτάς άνοιξαν σαμπάνιες…
Ο Παρανοϊκός ανέβηκε στο σωστό όροφο. Κοίταξε γύρω του και απόρησε. Πώς να γεμίσεις έναν όροφο με κόσμο και το συνολικό IQ να μην ξεπεράσει ποτέ εκείνο των εκτροφείων του Βοκτάς… Τους κάνεις όλους προϊσταμένους.
Κοίταξε γύρω του και χάθηκε στη γραβάτα. Γραβάτα, λουστρίνι, υφασμάτινο παντελόνι. Μάλλον οι σκάλες που κάποτε ανέβαιναν στη τεχνική διεύθυνση της εταιρείας έχασαν το δρόμο και τον έβγαλαν στη μητρόπολη Αθηνών: εκεί που μαζεύονται οι πιστοί για να ακούσουν το κήρυγμα που θα σώσει τις ψυχές τους· και μιας και το φερε η περίσταση, να συγκρίνουν γκαρνταρόμπες.
– Μα, κοίτα το γύφτο πως ήρθε στην εκκλησία. Δε ντράπηκε;!;
– Πως ήρθες έτσι στον οίκο του Κυρίου, άξεστε!;!
– … Καλά ρε παιδιά συγγνώμη, στην πρόσκληση δεν έλεγε τίποτα για dress code. Όλο τέτοια λάθη κάνω και θα καώ στην κόλαση. Αυτό και το ότι πατάω το σωληνάριο της οδοντόπαστας από τη μέση! [ΑΡΚΑΣ]
Πλησίασε το γραφείο του. Δεν ήταν πλέον δικό του. Δάκρυα κύλισαν στα αξύριστα μάγουλά του. Πως τόλμησαν; Τον είχαν αντικαταστήσει! Με γυναίκα! Την κοίταξε με μένος. Την κοίταξε με μίσος. Την κοίταξε και ξέσπασε σε λυγμούς! Πως μπόρεσαν;
– Επ! Πως από δω εσύ;
Την ήξερε αυτή τη χροιά. Ήταν αχρείαστη. Τον ήξερε αυτόν τον τόνο. Ήταν δασεία. Ήξερε τη μυρωδιά που ανέδιδε η προσεγμένη του αμφίεση. Ήταν η μυρωδιά που μαρτυρούσε το δεν-έχω-λόγο-ύπαρξης-γι’αυτό-κάθε-μέρα-είναι-αποκριές-και-ντύνομαι-σημαντικός. Λινό παντελόνι, λουστρίνι παπούτσι, λευκό πουκαμισάκι, ασημένια αλυσίδα στο χέρι, ακριβό ρολόι, κοντό χτενισμένο μαλλί, φρεσκοξυρισμένα μαγουλίνια …
Κάπως έτσι πρέπει να είναι οι πρωταγωνιστές της Vivid Gay όταν δε φυστικώνονται για τα γυρίσματα.
Τον κοίταξε στα μάτια. Σπίθες έβγαιναν από τις κόρες του. Θα τις πηδούσε αλλά ήταν ανήλικες. Εκτός αυτού ήταν και μάτια. Τον κοίταξε ακόμα πιο έντονα. Οι κόρες του μίκρυναν περισσότερο. Η μια άρχισε να κλαίει. Είχε μικρύνει τόσο που κατουρήθηκε και δεν είχε πάμπερς.
Πάμπερς. Τότε το θυμήθηκε. Ο καλός θεούλης τον είχε τιμωρήσει τον κακό προϊστάμενο. Του είχε φορτώσει βάσανα που δεν ήθελε, δεν επεδίωξε και δεν ήξερε και πώς να ξεπεζέψει. Και αντί να ξεπεζέψει μάζεψε τα γκέμια και τα έκανε άμαξα. Ο Παρανοϊκός στεναχωρήθηκε. Minus one kill. Η καλή του ψυχή ήταν γνωστή σε όλους. Δε μπορούσε να αμαυρώσει την αγνή εικόνα που είχαν γι’αυτόν οι πρώην συνεργάτες του. Αυτός που όποιον κι αν ρώταγες θα σου έλεγε πως είναι αρνάκι, γλυκός και γούτσου-γούτσου. Το πολύ το γούτσου-γούτσου τους πήρε ο διάολος. Μπορεί να μη ριμάρει αλλά ριμάρει δε ριμάρει η Ιντραλότ μινάρει…
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ο κοντός. Αυτός θα τα πλήρωνε όλα. Ξεχύθηκε σαν την κατάρα περνώντας από τις πλάκες του νεκροταφείου αλαφιασμένος. Πλάκες μπορεί να μην είχε, είχε όμως σταυρούς. Στρογγυλά γραφεία χωρισμένα σε σταυρούς. Νεκροταφείο μπορεί να μην ήταν αλλά η σιγή ήταν νεκρική. Ήταν λες και απόλυσαν τον Παρανοϊκό και στους υπόλοιπους έκοψαν τις γλώσσες. Δε μιλούσε κανείς. Που είναι οι ένδοξες εποχές του Alien Hunter, του εντός της εταιρείας διαδικτυακού Call of Duty και των ηχείων που κραύγαζαν grindcore and-this-is-how-much-i-love-pussy! O μόνος που τον σταματούσε ήταν ο Προδότης της Ιταλικής Φινέτσας αλλά τώρα πια αυτός έφτιαχνε χιονάνθρωπους και πληρωνόταν για να φτυαρίζει το χιόνι μπροστά από το σπίτι του και μέχρι το parking.
Χύθηκε στο γραφείο του κοντού! Κατάρα! Απουσίαζε! Σα δαιμονισμένος σπάραζε αριστερά και δεξιά. Minus another kill??? Δεν άντεχε η καρδιά του. Εκείνη τη στιγμή έσκασε μήνυμα στο Περιστέρι του. Θα τελειώσουν ποτέ τα έργα εκεί που το έχουν πηδήξει πατόκορφα; Για να φτάσεις Αιγάλεω θες τον θεό πατέρα και ως γνωστόν ο θεός είναι ουτοπία. Με πατέρα ουτοπία κανείς δεν έφτασε Αιγάλεω. Άνοιξε το Περιστέρι και διάβασε το μήνυμα. Ήταν ένα link για μια κοινότητα συνδεδεμένων «εμείς-είμαστε» (linked-in) αντίθετα με τους άλλους που είναι μέλη σε άλλες κοινότητες συνδεδεμένων «όλοι-οι-καλοί-χωράνε» (myspace/facebook).
Πάτησε το σύνδεσμο και χύθηκε στο πάτωμα από τα γέλια. Ο κοντός ήταν λέει self-employed as financial consultant! Συγχαρητήρια, μετά από ένα διαζύγιο και μια απόλυση, καλά ξηγήθηκες … βγες να συμβουλέψεις και τους άλλους πώς να τα καταφέρουν. Στα καπάκια η σελίδα έφαγε ανανέωση. Το αυτόματο refresh της κωλοφωτιάς γαμώ. Που σαι ρε Όπερα να διδάξεις;;;
Το status του κοντού λέει άλλαξε. Έγινε τόσο απότομα που ο Παρανοϊκός τρομοκρατήθηκε! Λες ο κοντός να ψήλωσε;;;;;;;;;;;;
Employed λέει. Για κάτσε ρε φίλε … τι παπατζιλίκια είναι αυτά;;; Τους πούλησε παπάρα και τον πήραν σύμβουλο σε άλλη εταιρεία;;; Ο Παρανοϊκός στεναχωρήθηκε. Άμα δεν πουλούσε και ο ίδιος παπάτζα θα έμενε για πάντα άνεργος τελικά. Πάτησε το σύνδεσμο για τη νέα εταιρεία στην οποία προσλήφθηκε ο πρώην κοντός αφεντικός και νυν απλά κοντός σκέτο. Ξαναλύθηκε στο πάτωμα γελώντας! Καλά ναι… εταιρειάρα. Τρέμουν τα μπράτσα μου από συγκίνηση. Ο παππούς έδερνε το Χαγιάτε με το καμιτσίκι αλλά ο Χαγιάτε φώναζε, «τρώγε Καμπαμαρού, τρώγε! Εγώ έχω ξαναφάει μακαρονάδα!».
Ο Παρανοϊκός σηκώθηκε από το πάτωμα αφού το είχε σκουπίσει για τα καλά. Από τότε που σταμάτησε να σκουπίζει/καθαρίζει η κυρία Άννα και έμεινε το αλβανόπουλο λιπίδιο με το προεγκατεστημένο ενσωματωμένο mp3player στ’ αυτιά, το πάτωμα είχε βγάλει βρύα και λειχήνες, κατσαρίδες κι αγάπες γλυκιά μου, στην παλιά μας φωλιά!
Η πόρτα άνοιξε. Επιτέλους! Ένα kill! Ένιωσε το πλήθος να ζητοκραυγάζει. Το όνομά του είχε γίνει σύνθημα στα καταπιεσμένα χείλη των μυρίων υπόδουλων εργαζομένων. Το ζέπελιν μετέδιδε την εικόνα του απ άκρη σε άκρη στον πλανήτη. Η διάχυτη περηφάνια μετατράπηκε σε ασυγκράτητη δαημοσύνη. Τι είναι η δαημοσύνη θα μου πεις τώρα; Που σκατά θες να ξέρω τώρα εγώ;;; Tο word ρώτα που τη μετέφρασε μόνο του !!!
Στεκόταν μπροστά του. Η πηγή του κάθε κακού. Όχι δεν ήταν η Εύα και δεν κράταγε μήλο. Και πάλι καλά, αντίθετα με την Εύα, αυτή ήταν ντυμένη και γλιτώσαμε το καρδιακό επεισόδιο και τον εμετό στο πάτωμα που η αλβανίδα μικρή Βίσση δε θα καθάριζε ποτέ. Αλλά ποτέ. Καλά ίσως αν την απειλούσαν πως θα την στείλουν πίσω μπορεί. Αν και πάλι όχι. Δεν παίζει. Η σχέση της αλβανίδας με το σφουγγαρόπανο είναι παράλληλη με τη σχέση του προϊσταμένου με τον προγραμματισμό. Οι μεν αποφεύγουν τις δυσάρεστες συναντήσεις με τους δε!
Την κοίταξε και ένιωσε την οργή να μετουσιώνεται σε ενέργεια (είμαι και λόγιος). Ξεχύθηκε εναντίον της και τότε ήταν που θαύμασε το ταλέντο της. Η πρώην μπαλαρίνα άρχισε το δράμα στο χορό των κύκνων, με δάκρυα να ρέουν άφθονα για το μικρό της που θα έμενε ορφανό…
Ο Παρανοϊκός είχε αρχίσει να τρελαίνεται.
«Καλά ξεσκίστηκαν όλοι στο πήδημα;;; Κανείς άνευ νεογνού δεν έπαιζε;;;»
Είχε πλέον καταλάβει.
«Ήταν ξεπερασμένος. Η ιστορία τον είχε προσπεράσει. Η ζωή στην εταιρεία συνέχισε χωρίς εκείνον. Ο προϊστάμενός του είχε πλέον φτιάξει οικογένεια. Χωρίς χώρο για εκείνον. Η συντονίστριά του είχε φτιάξει πλέον οικογ….
Καλά μην το παρακάνουμε. Άλλο το ξεκωλιάστηκα στο πήδημα και μου κατσε και ένα κάτι και δε με ξεπεζεύουν και άλλο το έφτιαξα οικογένεια. Το ευχάριστο με εμάς τους πραγματικά σκατόψυχους είναι πως δε μας θέλει ο κόσμος, δε μας πλησιάζει και άρα δε θα βαρύνουμε τον κόσμο με άλλους σαν εμάς, νεότερες εκδόσεις το ίδιου μας του εγώ.
Το δυσάρεστο είναι πως άμα είσαι «γκόμενα» -ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά!- το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγη τύχη. Λίγη τύχη και έναν απεγνωσμένο. Τόσο μάλιστα που ακόμα κι εσένα να καταφέρει να σε πηδήξει στο τέλος.
Και αυτό όντως πρέπει να είναι κατόρθωμα.»
Αυτά σκεφτόταν ο Παρανοϊκός καθώς συνειδητοποιούσε πως έπρεπε πλέον να αποσυρθεί. Κοίταξε το Torx στα χέρια του. Ήταν ανάξιος να το βαστά πλέον. Έκανε να φύγει. Περνώντας από το γραφείο του κοίταξε την κοπέλα που καθόταν στο γραφείο του. Έσκυψε στα γόνατα. Της πρόσφερε το Torx με ανοιχτές τις 2 του παλάμες και χαμήλωσε το κεφάλι.
«Αυτό το Torx έχει φάει τον Ιωάννη τον Κοτοπουλοφάγο… Δεν είμαι άξιος πλέον να το κρατώ εγώ. Όταν θα έχεις προϊστάμενο τον κατά λάθος πατέρα και την εσκεμμένα -ας όψεται η απόλυση- μητέρα τότε θα ξέρεις τι να κάνεις».
Σηκώθηκε να φύγει. Φτάνοντας την πόρτα γύρισε και κοίταξε με αναζωογονημένη ελπίδα και χαρά.
– Και για να μη ξεχνιόμαστε… ΠΑΟΚ, πρωτάθλημα! Αθήνα καριόλα ο ΠΑΟΚ πάνω απ’ όλα. Αθήνα γαμημένη, ο ΠΑΟΚ δεν πεθαίνει!
Από λαγούμια και λοφίσκους έσκασε μύτη το κουαρτέτο με τα Ζορμπρέϊρος που έπαιζαν την αποφώνησή του Παρανοϊκού καθώς αυτός απομακρυνόταν από το κτίριο.
– Ζούγκλα από μπετόοοοοοοοοοοοοοο!!!
… 5 λεπτά αργότερα …
Κατέβηκε στο πλακόστρωτο και ανέβηκε στη μηχανή του. Λίγο πιο πέρα ένα παρεόνι που απλά βαριόταν να δουλέψει και είχε βγει για ένα τσιγάρο MOLTO από αυτά που κρατάνε μια βδομάδα, μιλούσε για τον τύπο που την άκουσε και τους κοπάναγε όλους με τη βίβλο.
Τη στιγμή που έβαζε το κράνος του και ετοιμαζόταν να απομακρυνθεί στεναχωρημένος και ξεπερασμένος, τον ακούμπησε στον ώμο ένας παλιός γνώριμος. Δεν ήταν τελεία και δεν ήταν θαυμαστικό αλλά αφού δεν ήταν κυβέρνηση ήταν κόμμα. Του χαμογέλασε αλλά δεν το ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Αναρωτήθηκε ο παρανοϊκός.
– Εμείς είχαμε απαιτήσεις κύριε!
Τον κοίταζε. Αναρωτιόταν τι να σήμαιναν όλα αυτά.
– Δε σου είπαμε να γράψεις τρίτο μακελειό και να μην έχει ούτε μισό γραμμάριο μακελειό μέσα!
Συνέχισε να τον κοιτάζει. Ήξερε πως κατά βάθος είχε δίκιο.
– Παπάρια μακελειό ήταν αυτό που μας έδωσες!
Τι να του απαντήσει. Είχε τα χίλια δίκια. Προσπάθησε να αλλάξει το θέμα.
– Που είναι ο τύπος με τη βίβλο;
Ο ΚΚ τον κοίταξε. Αηδιασμένος.
– Εκείνος ήταν πραγματικό μακελειό. Όχι σαν εσένα ξεφτισμένε ήρωα. Σαν κύπριος αποτυχημένος που έρχεται στην Ελλάδα να κάνει καριέρα τραγουδιστή. Μας έχουν πιάσει όλους κότσους και τους κάνουμε βεντέτες! Μαρούσι τον έστειλαν για αποζημίωση.
Τα μάτια του παρανοϊκού έλαμψαν σα να φωτίστηκαν από μέσα με προβολείς ομίχλης! Η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη σαν προϊστάμενο που καταφέρνει να πει μια ολόκληρη πρόταση σε σύσκεψη χωρίς να χρειαστεί κανείς να ξεκωλιαστεί στα γέλια. Σαν συντονίστρια που επιτέλους την πήδηξαν. Σαν διευθυντή που τελικά κατάφερε να μην τον απολύσουν! (βασικά μαλακία παρομοίωση ήταν αυτή γιατί δεν ξέρω πως είναι ο διευθυντής που τελικά δεν τον απολύουν … γιατί τον δικό μου τον έστειλαν – ΔΕ ΣΕ ΧΑΛΑΣΕ!!!).
Άναψε τη μηχανή και βγήκε στο δρόμο σαν το διάολο. ΓΜΤ! Ούτε ο διάολος ξέρω πως τρέχει. Πάμε πάλι…
Άναψε τη μηχανή και βγήκε στο δρόμο σαν το δύσμοιρο που το προηγούμενο βράδυ μεθυσμένος πήδηξε τη συντονίστρια. Ανοίγοντας τα μάτια του το πρωί και βλέποντας τι είχε κάνει θα είχε φύγει ακόμα πιο γρήγορα αν δεν είχε χρειαστεί πρώτα να πάει στο μπάνιο να ξεράσει.
Έφτασε στα κεντρικά του Αμαρουσίου. Στην πόρτα τον σταμάτησε ένας γκριζομάλλης ιδιωτικός ασφαλίτης που απαίτησε να μετακινήσει τη μηχανή μπροστά από την είσοδο της εταιρείας.
Ο Παρανοϊκός τον ρώτησε αν είχε ένα κατσαβίδι πρόχειρο. Εκείνος δεν είχε.
Σήκωσε το κάθισμα και έβγαλε το κρυπτονίτη της μηχανής. Ο γκριζομάλλης δημοτικός κηπουρός τον πλησίασε με υφάκι αγάμητης συντονίστριας (όλα κι όλα αυτό το υφάκι το ξέρω καλά, μπορώ να το χρησιμοποιήσω σε παρομοίωση).
Σωριάστηκε στη μαρμάρινη είσοδο με τον κρυπτονίτη καρφωμένο ανάμεσα στα μάτια. Ο Παρανοϊκός χαμογέλασε. Επιτέλους λίγη αδρεναλίνη. Έσκυψε και έπιασε τον κρυπτονίτη προσπαθώντας να τον αφαιρέσει. Εκείνος αρνήθηκε!
Oxford Quality σε λέω! Μαλακίες τώρα; Άπαξ και ασφαλίσει δε βγαίνει με τίποτα!
Το άφησε εκεί και μπήκε στο κτίριο. Οι 2 κοπέλες που ήταν στα τηλέφωνα συνέχισαν να είναι στα τηλέφωνα. Έχω την εντύπωση πως αυτές είναι εκεί για να έχουν 8 ώρες ένα ακουστικό στο αυτί τους και να μη δίνουν σημασία σε κανέναν. Η δουλειά τους είναι να κάνουν πως έχουν δουλειά. Όταν σκάει πραγματική δουλειά, είναι πολύ απασχολημένες με την κανονική τους δουλειά. Που είναι να αγνοούν τα πάντα και να κάνουν πως έχουν δουλειά…
Ανέβηκε στο δεύτερο όροφο. Είχε ξαναέρθει σε αυτό το κτίριο. Τότε. Τη μέρα της απόλυσης.
Ο πρώτος που τον είδε ήταν η χαρά του Ψιψινάκη. Η καλή μας η κυρία καβουρίνα. Άλλη πολυάσχολη κοπέλα αυτός. Η χαρά του «δεν κάνω τίποτα αλλά πάντα κάτι κάνω». Η αποθέωση του «δεν υπάρχει λόγος να υπάρχω αλλά είμαι εδώ για να μη με βρίσκετε για να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω».
Ο άνθρωπος νόμος επί των αδειών και καθ’ όπως φάνηκε, και των απολύσεων.
– Αχ γειάααααααα ΣΣΣουυυυυυυυ… τι κάαααααααααανειιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιΣΣΣ;;;
Γιατί μιλάνε οι γκέουρες λες και τους έχουν ανέβει τα βολτ αλλά τους έχουν πέσει οι βόλτες; Ψιλή φωνή και όλα τα φωνήεντα τραβηγμένα σαν τα πεσμένα βυζιά της βασίλισσας Ελισάβετ. Και αυτό το ρημαδιασμένο το σίγμα … Σ είναι … Σ γαμώτο! Δεν έχει ζωή μέσα του, τι το τονίζετε λες και ήθελε να είναι φωνήεν και το εξαπάτησαν;;;
Ο Παρανοϊκός τον αγνόησε. Συνέχισε το δρόμο του προς το γραφείο του Ψευδαργύρου. Ο Ψιψινάκης τον ακουλούθησε νιαουρίζοντας. Ο Παρανοϊκός είχε εκνευριστεί για τα καλά. Ο Ψιψινάκης επέμεινε.
– Τελικάααααα σου δώωωσαααανεεεεε τα χρήηηηματα στον ΟΑΕΕΕΕΔ;;;
Τη στιγμή που τον έπιασε ο Παρανοϊκός από το λαιμό με τα δυο του χέρια, εκείνος σούφρωσε τα χείλη του περιμένοντας φιλί. Τζίζους λέμε! Σφίγγοντας την καρωτίδα του -που ομολογουμένως άργησε να τη βρει τόσο που ανησύχησε μήπως δεν είχε η κοπέλα μας- άρχισε να σπαράζει και να βελάζει.
– Μηηηη, μηηη, όοοοοχι, όοοοοχι, μηηηηη!
Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του Ψευδαργύρου. Πιάνοντας το πόμολο για να την ανοίξει, εκείνο γύρισε μέσα στην παλάμη του καθώς από τη μέσα μεριά άνοιγε την πόρτα η Χρύσπα.
– Α! Ο Σαμουράι!
Την κοίταξε. Ήταν λίγο αναμαλλιασμένη. Κλασσικά προσεγμένη όπως πάντα. «Προσεγμένη» με την έννοια της ελληνίδας γυναίκας: είχε γύρω στα 37 στρώματα make up και κάπου από κάτω υπήρχε δέρμα· ή μπορεί και όχι… με τόση σκόνη ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος.
– Έχει στάξει λίγο γάλα στο κάτω χείλος σου.
Εκείνη το έγλυψε με τη γλώσσα της και καθάρισε το χείλος της.
– Αθώο παιδί, με γάλα κανείς δεν έγινε διευθύντρια.
Δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε αλλά την αγνόησε καθώς απομακρυνόταν από κοντά του. Μπήκε στο γραφείο του Ψευδαργύρου. Ήταν χυμένος στην καρέκλα του και έτρεμε από σεξουαλική ικανοποίηση σαν αυτοκίνητο που έκαιγε νοθευμένη βενζίνη.
– Καλησπέρα. Με έστειλαν από τη μεταμόρφωση για αποζημείωση.
– Μα ναι βέβαια. Πάνε μήνες τώρα που δεν είμαστε ικανοποιημένοι από την απόδοσή σου.
– Ναι ε; μήπως να μου πείτε μια μοναδική φορά που κάποιος έκανε παράπονα από την ποιότητα της εργασίας μου;
– Ε μα τι να σου πω τώρα. Σου λέω μήνες ολόκληρους μου κάνουν παράπονα.
– Ναι ξέρεις είναι λίγο απίθανο γιατί δε δουλεύω καν εδώ!
– Ε;
– Ναι!
– Α!
– Καλά πες μου κάτι… σε όποιον έρχεται για απόλυση τα ίδια λες;
– Τι εννοείς;
– Εννοώ πως ακριβώς τα ίδια μου είχες πει όταν με απέλυες και τότε όμως δεν είχες να μου πεις παράδειγμα για πότε σου έκαναν παράπονα!
– Μα η απάντηση είναι σε χαρτάκι. Να εδώ το έχω γραμμένο και το διαβάζω.
– Κάτσε δηλαδή όντως λες το ίδιο σε όλους;
– Μα ναι! Τι περίμενες;
– Ξέρω γω; Να υπάρχει όντως κάποιος λόγος!
– Αυτός ΕΙΝΑΙ ο λόγος!
– Μα ίδιος για όλους;
– Τι υπονοείς;
– Υπονοώ πως η κάθε απόλυση πρέπει να έχει το δικό της λόγο ύπαρξης!!!
– Τι; This is Madness!!!
– This is SPARTA!!!
Ο Παρανοϊκός πήδηξε πάνω από το γραφείο του Ψευδαργύρου και έσφιξε τη γραβάτα του γύρω από το λαιμό του. Εκείνος έκανε να μιλήσει αλλά ο Παρανοϊκός την έσφιξε ακόμα περισσότερο. Είχε αρχίσει να βγαίνει η γλώσσα του από τον πνιγμό. ΧΑ! Ένας προϊστάμενος που του βγήκε η γλώσσα. Σαν ανέκδοτο ακούγεται. Αφού ο μόνος λόγος ύπαρξής ενός προϊσταμένου είναι να ζεσταίνει την καρέκλα. Άντε και που και που να πετάει καμιά μλκ για να γελάνε οι υφιστάμενοι.
Το γέλιο χαρίζει ζωή. Με τέτοιους προϊσταμένους, οι υπάλληλοι της Ιντραλότ δε θα πεθάνουν ποτέ!
Βγήκε από το κτίριο και πήγε σπίτι. Το Μακελειό του είχε πλέον ολοκληρωθεί. Γκάζωσε τη μηχανή και πέρασε σφαίρα από τα τσιμεντοτέρατα της πόλης. Στο μυαλό του χαμογελαστά πρόσωπα με Ζορμπρέϊρος έπαιζαν κάτι. Δεν ήξερε τι ήταν αλλά είχε το γούστο του.
– Ζούγκλα από μπετόοοοοοοοοοοοοο!!!!
Zougla apo betooooooooon…
Το sequel του τρόμου επιστρέφει με την απόλυτη απονομή δικαιοσύνης (οι τελευταίες ατάκες πριν το φονικό είναι απλά ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ), η συναισθηματική φόρτιση στον παλιό χώρο εργασίας συγκλονιστική (highlights η συνάντηση με την πρώην των Μπολσόι και η παράδοση του Torx) και χείμαρρος ανατριχίλας για τον τιμητικό ρόλο του διψασμένου για αίμα αφυπνιστή του Παρανοϊκού. ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΝΤΕΧΩ ΤΕΤΟΙΑ ΧΑΡΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΣΤΗΝ 4, ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΣΤΗΝ 7
Στιγμές ανθολογίας…! Εύγε ! Συγχώρα με αν προσπερνώ κάποια αφοριστικά σημεία γενικής φύσεως που δυσκολεύουν κάπως την πέψη…(έχω δρόμο ακόμα…χαχα), όμως χαιρετίζω το “μέλλον του κάθε προγραμματιστή”… χαχαχαχα… και απ’ όλα το εκπληκτικό “μισάωρο της δικαιολογημένης καθυστέρησης, επιτομή της εργατικής επανάστασης” !!!! Φίλε, ζωγραφίζεις… Κάθετί έχει τη θέση του, από “τα ζώα που δε βελάζουν θα κάθονται με ανοιχτό το στόμα χωρίς να μασάνε σανό” (ό,τι και να πεις λίγο είναι) έως τις “σκάλες που έχασαν το δρόμο και τον έβγαλαν στη μητρόπολη Αθηνών” (ε, αυτό το τελευταίο είναι για καδράρισμα, με τους δηθενίδηδες & τους πουθενάδες που κάνουν κουμάντο)… και να μην παραλείψω τις κοπέλες στα τηλέφωνα ή την απάντηση που είναι γραμμένη σε χαρτάκι… Ρύθμισες…!!! Ακόμα και για non-intralot readers !
Exo klapsei malakaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaaa
έχεις πρόβλημα μαλάκα χαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα
ΤΙ ΓΡΑΦΕΙΣ ΡΕ ΨΥΧΑΚΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Εντάξει φίλε… τεραστιο… αλλά… γάμησε!